Στις συνήθεις εγκαταστάσεις θέρμανσης, το εργαζόμενο μέσο, δηλαδή το μέσο το οποίο μεταφέρει την ενέργεια, από την πηγή (λέβητας, τζάκι, αντλία θερμότητας) στους εναλλάκτες (θερμαντικά σώματα, στοιχεία fan coil, δάπεδο ενδοδαπέδιας) είναι το νερό.
Το νερό της εγκατάστασης, υπόκειται σε μεγάλες θερμοκρασιακές διαφορές, όταν τίθεται εντός κι εκτός λειτουργίας η εγκατάσταση. Σε κρύα εγκατάσταση, το νερό έχει θερμοκρασία περίπου 20°C ενώ όταν θερμανθεί, αποκτά θερμοκρασίες που φτάνουν έως και τους 90°C, ανάλογα με το είδος της πηγής (π.χ. ξυλολέβητες).
Όπως γνωρίζουμε ήδη από την φυσική, όλα τα υλικά όταν θερμαίνονται διαστέλλονται κι όταν ψύχονται συστέλλονται. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το νερό μιας εγκατάστασης θέρμανσης: Οταν το νερό θερμαίνεται, αυξάνεται ο όγκος του
και τα ποσοστά αναφέρονται στην ποσοστιαία μεταβολή του όγκου του νερού.
Όταν λοιπόν το νερό θερμαίνεται σε μια εγκατάσταση θέρμανσης, αυξάνεται ο όγκος του σύμφωνα με τα παραπάνω ποσοστά. Αν η εγκατάσταση είναι κλειστή και έχει σταθερό όγκο (όπως γίνεται με τις σωληνώσεις, τον λέβητα και τα σώματα), τότε το νερό δεν μπορεί να διασταλεί διότι δεν έχει χώρο να το κάνει, και αντί να αυξάνεται ο όγκος του, αυξάνεται η πίεση του. Ένα φαινόμενο αντίστοιχο με την χύτρα ταχύτητας.
Όταν η πίεση ανέβει πέρα από κάποιο όριο, ανοίγει η βαλβίδα ασφαλείας της εγκατάστασης και αφαιρείται από την εγκατάσταση νερό.